συγχαρίκια

συγχαρίκια
ή συγχαρίκεια, τὰ, Μ
βλ. συχαρίκια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συχαρίκια — τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ 1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις 2. συγχαρητήρια 3. φρ. «πάρ τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ το για τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”